Αποκλειστική συνέντευξη στη Δέσποινα Δημότση. Τεύχος 51, Δεκέμβριος 2024.
Ο Γεώργιος Η. Κόνδης σπούδασε Κοινωνιολογία και Κοινωνική Ανθρωπολογία. Είναι διδάκτωρ Κοινωνικών Επιστημών του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λουβαίν (Βέλγιο). Έχει την ανώτερη πιστοποίηση παιδαγωγικής και επιστημονικής επάρκειας της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης. Συμμετέχει στη σύνταξη περιοδικών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και βραβεύεται από τη Γ.Γ.Επικοινωνίας/Ενημέρωσης για την έρευνα «Ο κόσμος της εργασίας : Όψεις, Χρόνοι, Χώροι».
Έχει ήδη παρουσιάσει σε Συνέδρια, Επιστημονικές Ημερίδες και περιοδικά κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές έρευνες καθώς και αρχειακό υλικό σε Δημόσιες Εκθέσεις. Έχει εκδώσει είκοσι μελέτες, έναν τουριστικό οδηγό και περισσότερες από τριάντα ερευνητικές εκθέσεις και επιστημονικές ανακοινώσεις σε συνέδρια. Δίδαξε στη Δευτεροβάθμια, την Εκπαίδευση Ενηλίκων και την Ανώτατη Εκπαίδευση. Εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου (Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας) και στο ΤΕΙ Καλαμάτας (Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης). Μέχρι τον Ιούνιο 2019 ήταν Οργανωτικός Συντονιστής του Περιφερειακού Κέντρου Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕ.Κ.Ε.Σ.) Πελοποννήσου.
Από το 2019 ανήκει στο επιστημονικό και διδακτικό προσωπικό (Ε.ΔΙ.Π) του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου (Τμήμα Παραστατικών και Ψηφιακών Τεχνών) και δίδαξε στα Μεταπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών του Τμήματος θεατρικών Σπουδών «Δραματική Τέχνη και Παραστατικές Τέχνες στην Εκπαίδευση και τη Δια Βίου Μάθηση» και «Δημιουργική Γραφή, Θέατρο και Πολιτιστικές Βιομηχανίες: Καλλιτεχνικές, ερευνητικές και παιδαγωγικές εφαρμογές».
Το ταξίδι του Συνταγματάρχη Jean Nicolas Maquart στην επαναστατημένη Ελλάδα (Πελοπόννησος 1828-1831), εκδ. Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», Ναύπλιο, 2021.
Δημήτριος Κ. Βαρδουνιώτης. Αναζητώντας τα ίχνη του Κιαμήλ-μπέη της Κορίνθου. Παρουσίαση, κριτική μελέτη και συμπληρωματική έρευνα σε άγνωστο χειρόγραφο του Αργείου ιστορικού. Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη
Ιστορίας και Πολιτισμού, 2024.
Απ’ το μπαλκόνι τ’ Αναπλιού. Ο Ιερός Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου – Ευαγγελίστριας (Πρόνοιας) Ναυπλίου στο πέρασμα των χρόνων. Εκδ. Ι.Ν. Ευαγγελίστριας, Ναύπλιο, 2024.
ΔΔ: Κύριε Κόνδη σπουδάσατε στο Βέλγιο, διδάξατε εκεί αλλά και στην Ελλάδα για ένα μεγάλο μέρος της επαγγελματικής σας πορείας. Ποιες διαφορές έχετε εντοπίσει στα εκπαιδευτικά συστήματα των δυο χωρών;
ΓΚ: Νομίζω πως οι διαφορές οφείλονται περισσότερο στα οργανωτικά σχήματα των εκπαιδευτικών βαθμίδων και λιγότερο στα παιδαγωγικά. Το Βέλγιο είναι μια καλά οργανωμένη κοινωνία σε όλα τα επίπεδα μεταξύ των οποίων και το εκπαιδευτικό σύστημα. Υπάρχουν κανόνες αποδεκτοί από όλους οι οποίοι διέπουν την οργάνωση και λειτουργία συνολικά της κοινωνίας και κάθε επιπέδου ξεχωριστά. Η εκπαιδευτική κοινότητα λειτουργεί με κανόνες που γίνονται σεβαστοί από την απλή καθημερινή παρουσία των μελών της (εκπαιδευτικοί/ακαδημαϊκοί, μαθητές/φοιτητές) και το σεβασμό των χώρων (καθαριότητα, λειτουργία μηχανισμών, διαφύλαξη εξειδικευμένων χώρων όπως εργαστήρια, κλπ) μέχρι τις σύνθετες λειτουργίες όπως συμμετοχή στα όργανα διοίκησης και λήψης αποφάσεων. Στα χαρακτηριστικά αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε το υψηλό επίπεδο έρευνας με το οποίοι «συνηθίζουν» οι πολίτες ήδη από τα πρώτα σχολικά τους βήματα. Πολλοί θεωρούν το βελγικό σύστημα «σκληρό», αλλά η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης είναι αδιαμφισβήτητη σε όλες τις βαθμίδες, παρά τα προβλήματα που γνωρίζουν και εκείνοι τα τελευταία χρόνια (αυξανόμενη βία στα σχολεία, παρά τους καλούς μισθούς απροθυμία σταδιοδρομίας στην εκπαίδευση, κ.ά).
Έχω την αίσθηση ότι η μεταπολιτευτική πορεία του εκπαιδευτικού μας συστήματος χαρακτηρίζεται από την ατολμία στοχοθετημένων προσανατολισμών, έναν διάχυτο λαϊκισμό «εκδημοκρατισμού» στον οποίο διαλύεται κάθε έννοια κανόνων λειτουργίας και οργάνωσης και, φυσικά, διαδικασίες που αντλούν νομιμοποίηση από την «κοινωνία των κολλητών» και όχι από τους αναπτυξιακούς κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους που πρέπει να υπηρετεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα συνολικά. Στον Πανεπιστημιακό χώρο έχουμε βέβαια σημαντικά Ιδρύματα με εξαιρετικές επιδόσεις, τα οποία εντούτοις παλεύουν να ανταπεξέλθουν στις στρεβλώσεις που δημιουργούν τα αντιαναπτυξιακά οργανωτικά χαρακτηριστικά του γενικότερου εκπαιδευτικού πλαισίου.
ΔΔ: Πως θυμάστε τα νεανικά σας χρόνια στην Ελλάδα από την παιδική σας ηλικία μέχρι τις σπουδές σας στην Κοινωνιολογία και την Ανθρωπολογία.
ΓΚ: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καστέλλα του Πειραιά και είχα την τύχη να ανήκω στη γενιά που γνώρισε τη γειτονιά, την αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων, την ομορφιά των ανθρώπινων σχέσεων, αλλά και τις δυσκολίες της ζωής. Δεν ήταν παράδεισος! Ήταν όμως μια εποχή (οι δεκαετίες 60-80) στην οποία καλλιεργήθηκε η αγάπη για το ωραίο και για τον άνθρωπο. Μεγαλώσαμε μέσα στην πολιτική αντάρα, μάθαμε με τους μεγαλύτερους να αγωνιζόμαστε, ζυμωθήκαμε με τους μεγάλους Έλληνες μουσικούς, τους στιχουργούς και τους συγγραφείς, το θέατρο και τον ελληνικό κινηματογράφο. Ταυτόχρονα, τραγουδήσαμε με το Woddstock και τα μεγάλα συγκροτήματα της ροκ. Χορέψαμε στο δρόμο της γειτονιάς με πικ-απ, φορέσαμε καμπάνες παντελόνια τα αγόρια και «προσεκτικό» μίνι τα κορίτσια. Φάγαμε ξύλο στο σχολείο και στο σπίτι για μικροσκανδαλιές και παράλληλα μας έμαθαν τι σημαίνει εργασία. Εργάστηκα σε συνεργεία και σε εργοστάσια από 16 ετών. Για μένα ήταν μια τεράστια εμπειρία ζωής που φωτίζει το δρόμο μου μέχρι σήμερα. Στα 19 μου χρόνια βρέθηκα στο Βέλγιο αναζητώντας ακριβώς τον καλύτερο δρόμο. Η Κοινωνιολογία ήταν ένας σταθμός σπουδών που προήλθε περισσότερο από προηγούμενες κοινωνικο-πολιτικές αναζητήσεις στην Ελλάδα. Τότε, μόλις υπήρχε η σκέψη για την ίδρυση ενός τμήματος στο Πάντειο. Η Ανθρωπολογία ήρθε αργότερα ως αποτέλεσμα περισσότερο κατασταλαγμένων επιστημονικών αναζητήσεων. Στο Βέλγιο και τις σπουδές μου οφείλω πολλά. Η χώρα αυτή μου έδειξε, μου έμαθε, μου πρόσφερε πολλά.
ΔΔ: Πως ξεκινήσατε τη συγγραφή ώστε πλέον να μετράτε δεκάδες μελέτες και ερευνητικές εκθέσεις.
ΓΚ: Είναι το αποτέλεσμα των συστήματος εκπαίδευσης όπως σας είπα παραπάνω. Δεν υπήρχε μάθημα που να μην στηρίζεται σε κάποια μικρή θεματική έρευνα. Και δεν υπήρχε περίπτωση να ανταποκριθείς χωρίς τη συνήθεια της εργασίας στη βιβλιοθήκη. Όσες/όσοι δεν ακολούθησαν τον κανόνα αποκλείστηκαν. Οι Βέλγοι φοιτητές ονόμαζαν το πρώτο και δεύτερο έτος σπουδών «σφαγείο»! Η μεγάλη πλειοψηφία εγκατέλειπε ή αποκλειόταν. Κι αυτό στο σύνολο των σχολών. Δεν υπήρχαν «εύκολες» και «δύσκολες», το οργανωτικό και λειτουργικό σύστημα ήταν ίδιο για όλες! Παράλληλα όμως μας δόθηκαν απίστευτες ευκαιρίες μάθησης και έρευνας, όπως επίσης ευκαιρίες να ακούσουμε τα «θηρία της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας διανόησης», να συζητήσουμε μαζί τους και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να εργαστούμε μαζί τους. Θυμάμαι ακόμη την αγωνία μου να βρω μια θέση στα σκαλιά μιας αίθουσας κινηματογράφου στη βελγική πανεπιστημιούπολη της Louvain-La-Neuve για να ακούσω στρυμωγμένος με άλλους φοιτητές, τον Μισέλ Φουκώ! Είναι ένα παράδειγμα ανάμεσα σε πολλά άλλα. Όλα αυτά συνέτειναν στην καλλιέργεια του ερευνητικού πνεύματος που συνδυάστηκε με προσωπικές κλίσεις που εξελίχθηκαν σε αγάπη για την έρευνα.
ΔΔ: Μιλήστε μας λίγο για τα έργα σας, ποιο ήταν το πρώτο σας και ποιο το πιο απαιτητικό που ολοκληρώσατε.
ΓΚ: Όλα ήταν απαιτητικά γιατί έπρεπε να απαντούν σε συγκεκριμένες επιστημονικές προδιαγραφές. Ξέρετε, ακόμη και τις απλές εργασίες των μαθημάτων τις καταθέταμε σε φακέλους στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη για να τις βλέπουν όλοι οι φοιτητές, υπό την προϋπόθεση να έχουν αξιολογηθεί θετικά. Ίσως η πιο απαιτητική πρώτη εργασία να ήταν το διδακτορικό μου, καθώς το Πανεπιστήμιο επέτρεπε μετά την τελική κρίση στο νέο διδάκτορα να το εκδώσει στις πανεπιστημιακές εκδόσεις. Ήταν μια πολύ μεγάλη τιμή και ταυτόχρονα ευκαιρία για έναν νέο επιστήμονα, να έχει μια έκδοση σε μια υψηλής επιστημονικής ποιότητας εκδοτική πανεπιστημιακή σειρά. Αφορούσε την οργάνωση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα στο πέρασμα από την Αυτοκρατορία στο Εθνικό Κράτος (δηλ. από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην ανεξάρτητη Ελλάδα). Ένα άλλο που αγαπάω πάρα πολύ – έκανε μεγάλη εντύπωση όταν παρουσιάστηκε και σκέπτομαι να το τελειοποιήσω για μια ελληνική έκδοση – είναι η έρευνά μου για το θάνατο με έμφαση στην ελληνική εμπειρία, στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών στην Κοινωνική Ανθρωπολογία. «Η τελευταία κατοικία»! Με έμφαση στα κοιμητήρια της Αθήνας και του Πειραιά. Στην Ελλάδα διαφοροποίησα κάπως την σκέψη μου για το πώς γίνεται μια έκδοση, θεωρώντας πως έπρεπε να συνδυαστούν τρία πράγματα: ο σεβασμός στους κανόνες της επιστημονικής έρευνας, η δυνατότητα να επικοινωνηθεί στο ευρύτερο δυνατόν κοινό και άντληση θεμάτων από τα πλούσια βιώματα και την ιστορία των τοπικών κοινωνιών. Ταυτόχρονα, εκείνος που ερευνά έχει περισσότερες πιθανότητες να προσελκύσει τη Θεά Τύχη προς το μέρος του. Έτσι, βρέθηκε τυχαία στα χέρια μου πολύτιμο υλικό το οποίο μπόρεσα να παρουσιάσω σε ολοκληρωμένη μορφή. Είναι, για παράδειγμα, το έπος του ’40 μέσα από ένα τετράδιο πολέμου με σημειώσεις ενός φαντάρου από χωριό της Αργολίδας (Τετράδιο Πολέμου 1940, εκδ. Εκ Προοιμίου). Φανταστείτε ότι η έκδοση αυτού του βιβλίου επέτρεψε σε άλλες οικογένειες που είχαν παρόμοια οικογενειακά τεκμήρια να μου ζητήσουν να τα χρησιμοποιήσω και έτσι θα υπάρξει μια νέα έκδοση που θα περιλαμβάνει όλα αυτά τα συγκινητικά και πλούσια σε πληροφορίες σημειωματάρια από το μέτωπο της Αλβανίας. Μια άλλη έκδοση για έναν Γάλλο αξιωματικό που βρέθηκε στην Πελοπόννησο αμέσως μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου «Το ταξίδι του Συνταγματάρχη Jean-Nicolas Μaquart στην επαναστατημένη Ελλάδα (Πελοπόννησος 1828-1831)», στηρίχτηκε στην προσφορά του χειρόγραφου κειμένου του από την τελευταία οικογένεια που το είχε καθώς το αρχείο πέρναγε από γενιά σε γενιά. Η ελληνική έκδοση είναι πιο πλούσια από τη γαλλική γιατί συμπεριλάβαμε όλες τις ακουαρέλες από ελληνικά τοπία που είχε ζωγραφίσει ο Γάλλος αξιωματικός. Τέλος, επίσης τυχερός στάθηκα στην τελευταία έκδοση για τον Κιαμήλ μπέη της Κορίνθου («Δημήτριος Κ. Βαρδουνιώτης. Αναζητώντας τα ίχνη του Κιαμήλ-μπέη της Κορίνθου. Παρουσίαση, κριτική μελέτη και συμπληρωματική έρευνα σε άγνωστο χειρόγραφο του Αργείου ιστορικού») καθώς το χειρόγραφο του ιστορικού και νομικού του Άργους Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτη που ερευνούσε το 1890 για το θέμα αυτό, βρέθηκε πεταμένο στο εργοστάσιο του Μαρίνου στο Άργος και από θαύμα διασώθηκε καθώς το εργοστάσιο κατεδαφίστηκε.
Αυτό μου έδωσε και πάλι την ευκαιρία να απευθυνθώ στο κοινό και να προτρέψω τους συμπολίτες μου να διατηρούν οποιαδήποτε οικογενειακά ή ιστορικά κριτήρια έχουν, ώστε να μην χάνεται πολύτιμο υλικό.
ΔΔ: Ποια ήταν τα πρότυπα σας και ποια τα σημαντικά άτομα που έχετε συνεργαστεί και γιατί.
ΓΚ: Φυσικά οι γονείς μου! Είναι εκείνοι που μου έδωσαν τα πρώτα και βασικότερα όπλα για τη μάχη της ζωής: την αγάπη, τον σεβασμό στα πρόσωπα και τις αξίες, την δύναμη και την αξία της εργασίας. Στη συνέχεια υπήρξαν φίλοι οικογενειακοί οι οποίοι μου έδειξαν πράγματα που σημάδεψαν την πορεία μου: το βιβλίο, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη μουσική. Φοβάμαι πως θα είμαι άδικος αν πω ονόματα. Ένα πρόσωπο όμως που θέλω να αναφέρω, μιας και δεν είναι πια στη ζωή, είναι ο καθηγητής μου Jean Remy, που με στήριξε σε όλη τη διάρκεια των σπουδών μου και χάρη στην υπομονή και την καλοσύνη του ολοκλήρωσα τη διδακτορική μου έρευνα. Πρέπει να τονίσω πως νιώθω τυχερός γιατί γνώρισα άξιους ανθρώπους από τους οποίους πήρα πολλά και στους οποίους, θέλω να πιστεύω, πρόσφερα ότι μπορούσα.
ΔΔ: .Τι έλκυσε το ενδιαφέρον σας να διδάξετε στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
ΓΚ: Μου έγινε η σχετική πρόταση καθώς υπήρχαν κάποια κενά. Όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο από την Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, μόλις είχε δημιουργηθεί το νέο Τμήμα Παραστατικών και Ψηφιακών Τεχνών στην Σχολή Καλών Τεχνών στο οποίο εντάχθηκα πραγματικά πρώτος διδάσκων! Ολόφρεσκος! Παρ’ ότι είχα μια πολύ καλή θέση την εποχή εκείνη, νομίζω πως η αλλαγή, το νέο αντικείμενο και ο χώρος ήταν αυτά που με έπεισαν να δεχτώ την πρόταση και την αλλαγή. Η διδασκαλία στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών ήταν επίσης μια πολύ καλή εμπειρία όσο και το πρόγραμμα μαθημάτων και δράσεων στις δυο φυλακές του Ναυπλίου υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας κ. Άλκηστις Κοντογιάννη. Πρέπει να σημειώσω πως, με εξαίρεση την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, έχω περάσει από όλες τις βαθμίδες της τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης κι’ αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος που με βοήθησε να ανανεώνω διαρκώς τα ενδιαφέροντά μου.
ΔΔ: Πως βλέπετε την Ελληνική κοινωνία σήμερα σε σχέση με παλαιότερες δεκαετίες. Πόσες αλλαγές έχετε μετρήσει μαζί με τις πιο εμφανείς όπως τη φτωχοποίηση της Ελληνικής γλώσσας αλλά και την μη ύπαρξη σεβασμού των αξιών που η χώρα μας τηρούσε πάντα παραδοσιακά.
ΓΚ: Νομίζω πως κάθε εποχή έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Μοιραία γίνονται συγκρίσεις με προηγούμενες εποχές αλλά εκείνο που πρέπει να μας απασχολεί είναι τι κάνουμε εμείς για τις νέες γενιές. Το ζήτημα, για παράδειγμα, της γλώσσας δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Μια χώρα με την κουλτούρα της Γαλλίας έχει μεγαλύτερο πρόβλημα από το δικό μας. Γενικά, ο πολιτισμός και η πολιτισμική παραγωγή στην Ευρώπη βρίσκεται σε στάδιο επιβράδυνσης, κάτι που επηρεάζει όλα τα πεδία της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Το ζήτημα των αξιών είναι επίσης το ίδιο καθώς οι παραδοσιακοί μηχανισμοί (οικογένεια, σχολείο) βρίσκονται σε κρίση και η κοινωνική πολυδιάσπαση προκρίνει εκείνες τις αξίες που ανταποκρίνονται στις μικρές ομάδες που τις παράγουν και αναπαράγουν. Θεωρώ πως η ελληνική κοινωνία λειτουργεί πολύ καλύτερα στο επίπεδο αυτό από άλλες δυτικές κοινωνίες. Τέλος, χρειάζεται λίγη προσοχή στη χρήση του όρου «παράδοση», καθώς τρόποι ζωής, σκέψης και ύπαρξης αλλάζουν και μαζί τους οι στάσεις, οι συνήθειες, οι συμπεριφορές. Βέβαια, χρειάζεται επειγόντως να σκεφτούμε γιατί η βία αρχίζει να γίνεται τρόπος ύπαρξης ιδιαίτερα στις νεαρές ηλικίες. Για μια ακόμη φορά, το ερώτημα είναι τι πρότυπα προσφέρουμε στις νέες γενιές.
ΔΔ: Πόσο έχει αποξενωθεί στο σήμερα η κοινωνία μας και πόσο έχει χάσει την σύνδεσή της με τις ρίζες μας και την ιστορία μας. Πως μπορούμε να “επανέλθουμε” στα πρότυπα του κοντινού παρελθόντος.
ΓΚ: . Έχετε δίκιο και για την αποξένωση και για την απώλεια σύνδεσης με την ιστορία μας που θα μας επέτρεπε ένα καλό επίπεδο αυτογνωσίας. Όμως η αναζήτηση λύσεων στα πρότυπα του παρελθόντος δεν οδηγεί πουθενά. Χρειάζεται να διατηρήσουμε την πίστη και τον προσανατολισμό μας σε πανανθρώπινες οργανωτικές και φιλοσοφικές αξίες που λειτουργούν ως συνεκτικό υλικό στις κοινωνικές μας δραστηριότητες. Για παράδειγμα, χρειαζόμαστε ένα σύστημα Παιδείας ή με ένα ευκαιριακό σύστημα εκπαίδευσης μπορούμε να δώσουμε απαντήσεις στα μελλοντικά μας βήματα ως κοινωνία και ως άτομα; Όπως ξέρετε, η μεταπολίτευση, έριξε το βάρος της στην εκπαίδευση που σήμερα συμπληρώνεται μονοσήμαντα από τη λεγόμενη καλλιέργεια δεξιοτήτων. Τέλος! Τα νέα παιδιά στη μεγάλη τους πλειοψηφία στην Ελλάδα όπως και στις υπόλοιπες δυτικές χώρες, απλά παίρνουν πληροφορίες, πολλές φορές άχρηστες, αλλά δεν μαθαίνουν. Δυστυχώς, στη χώρα μας είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει σοβαρός διάλογος γύρω από τα θέματα αυτά ώστε να παραχθούν και αντίστοιχες υλοποιήσιμες πολιτικές. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουμε σπάσει κάθε ρεκόρ σε αριθμό Υπουργών Παιδείας!
ΔΔ: Ποιο είναι το τελευταίο σας έργο και τι ετοιμάζετε στο κοντινό μέλλον.
ΓΚ: Στις 20 Δεκεμβρίου 2024 θα παρουσιαστεί η ιστορία του Ι.Ν. Ευαγγελίστριας (Πρόνοιας) Ναυπλίου. Πρόκειται για μια έρευνα που ολοκληρώθηκε μετά από κοπιαστικές αναζητήσεις και αποτέλεσε μια πραγματική πρόκληση καθώς στον ιστορικό πλούτο της Αργολίδας υπάρχει ένα πεδίο σχεδόν παρθένο ερευνητικά που είναι η εκκλησιαστική της ιστορία. Η ιστορία της Ευαγγελίστριας Ναυπλίου αποτελεί μέρος της γενικότερης αργολικής εκκλησιαστικής ιστορίας. Μετά από αυτό ελπίζω να έχω την πνευματική διαύγεια και τη δύναμη να ολοκληρώσω μια σημαντική έρευνα που θα σας την αποκαλύψω αργότερα, καθώς το όριο που έχω ορίσει στον εαυτό μου είναι ο Δεκέμβριος 2025.